«Να συλληφθούν οι αναμνήσεις !!!» ούρλιαξε τρεμάμενη και πυώδης η σταφυλή του κύριου Νωματάρχη.
«Να τις φέρετε πίσω τώρα, αλλιώς θα σας πάρει και θα σας σηκώσει, άχρηστοι!!!!» φώναζε η σταφυλή και μικρά σταγονίδια εκσφενδονίζονταν στα γυαλάκια του κυρίου Νωματάρχη.
«Ποίος σας είπε ρε πως είναι αθώες, πως δεν υπονομεύουν ρε το σύστημα, ε!!!!» καμπάνισε η σταφυλή και μια μικρή φλέβα χόρευε flamenco με έντονο staccato πάνω στο κόκκινο του μετώπου του κυρίου Νωματάρχη.
» Ό,τι είναι παρελθόν να το κρατήσετε παρελθόν» ήταν έτοιμη η σταφυλή να συρίσει, αλλά η πόρτα άνοιξε κι ένας κάθιδρος υπαξιωματικός (που ξέχασε να την χτυπήσει πάνω στη φούρια του) έχωσε μέσα πρώτα το κεφάλι του κι αμέσως ακολούθησε το οστεωμένο συμπλήρωμα-σώμα του.
«Τι θέλεις Αργυρίου;» ρουθούνισε ο κύριος Νωματάρχης κι η φλέβα μαζεύτηκε σαν κάμπια στο δεξιό κρόταφό του.
«Κύριε Νωματαρχα«, ξεροκατάπιε εκείνος, «τις πιάσαμε, τις κρατάμε, δηλαδή συνελήφθησαν…»
«Αχά!» φώναξε τρανταχτά η σταφυλή και κουδούνισε πάνω στον ουρανίσκο… «Η υπόθεσις έκλεισε πιο γρήγορα από ό,τι περίμενα» είπε και σταμάτησε προς το παρόν να ταλαντεύεται πάνω στην τραχιά γλώσσα.
«Οχι ακριβώς«, ξεροκατάπιε ο Αργυρίου «τις …τις πιάσαμε τις αναμνήσεις, αλλά… αλλά μόλις απέδρασαν τα όνειρα, κύριε Nωματαρχα» μισοκλαψουρησε σχεδόν η ενσώματος κεφαλή.
Η κάμπια του κυρίου Νωματάρχη, άρχισε να ξαναχωρευει flamenco, ο ρυθμός όλο και εντεινόταν, κάτι προσπαθούσε να γεννηθεί, πάνω στην πιο περίτεχνη φιγούρα της, η κάμπια ξαφνικά ….κοιμήθηκε.