O Φρανσισκο Μορασάν δεν πέθανε με την πρώτη ριπή. Σηκώθηκε, όπως μπορούσε, διόρθωσε τη σκόπευση και έδωσε ο ίδιος το παράγγελμα “πυρ”. Τότε, η χαριστική βολή του άνοιξε το κεφάλι.
Τεμαχισμένη έμεινε, για πάντα, και η Κεντρική Αμερική. Πέντε κομμάτια, που τώρα είναι έξι. Αυτές οι έξι χώρες, αγνοημένες και αντιπαθητικές, υπήρξαν τον καιρό του Μορασάν μία και μοναδική δημοκρατία. Ήταν πρόεδρος της δημοκρατίας της Κεντρικής Αμερικής από το 1830 ως το 1838. Την ήθελε ενωμένη, και γι’ αυτήν αγωνίστηκε.
Στην τελευταία του μάχη, κατάφερε να συγκεντρώσει ογδόντα μόλις άνδρες απέναντι σε πέντε χιλιάδες. Όταν μπήκε στο Σαν Χουάν της Κόστα Ρίκα, δεμένος στο άλογο, ένα πλήθος τον κοιτούσε να περνά σιωπηλό. Λίγο αργότερα, καταδικάστηκε και τουφεκίστηκε και για πολλές ώρες συνέχισε να τον διαπερνά η βροχή.
Όταν γεννήθηκε ο Μορασάν, στην Ονδούρα δεν υπήρχε ούτε ένα δημόσιο σχολείο και σε κανένα νοσοκομείο δεν δέχονταν τους φτωχούς πριν το κοιμητήριο. Ο Μορασάν μετέτρεψε τα μοναστήρια σε σχολεία και νοσοκομεία, στην Ονδούρα και σε όλη την Κεντρική Αμερική. Τότε η ηγεσία της κλήρου διέδοσε ότι αυτός ο Σατανάς που διώχτηκε από τον ουρανό έφταιγε για την ευλογιά, την ξηρασία και τον πόλεμο που έκανε η εκκλησία εναντίον του.
Δεκατρία χρόνια μετά την πτώση του Μορασάν, ο Γουίλιαμ Γουώκερ εισέβαλε σε αυτή τη γη.
Εντουάρντο Γκαλεάνο, Καθρέφτες