Οι «Παλιάτσοι» είναι ένα συγκλονιστικό ιταλικό έργο (γραμμένο στην εκπνοή του 19ου αιώνα, από τον Ruggero Leoncavallo (Ρουτζέρο Λεονκαβάλλο) για το πώς η αλήθεια μπερδεύεται με το ψέμα, κυρίως όμως για το πώς η αλήθεια μπερδεύεται με την πραγματικότητα! Η δραματουργική σύμβαση για να γίνει αυτό είναι στηριγμένη στη μηχανική του θέατρου εν θεάτρω. Σαν δυο κουτιά που το ένα εμπεριέχει το άλλο, αλλά αδυνατούμε να εντοπίσουμε, να διαχωρίσουμε τα εσωτερικά τοιχώματα από τα εξωτερικά. Η αδύναμία τού να είσαι και θεατής και θέαμα, τα χάσματα της αυτοσυνειδησίας και της διαχείρησης των πραγμάτων, οι διάδοχες μάσκες ενός προσώπου, είναι θέματα που πραγματευεται το σπουδαίο αυτό έργο.
Όχι, η αλήθεια κι η πραγματικότητα, αυτά τα δυο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Κι αν –όπως θα μας δείξει λίγα χρόνια αργότερα ένας επίσης Ιταλός, ο Λουίτζι Πιραντέλο– εσείς αυτό πιστεύετε ,
ε, τότε «έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε«….
Τέλος, (από εγκυκλοπαιδική καθαρά διαστροφή) να πούμε πως με τους Παλιάτσους του Λεονκαβάλλο και την Καβαλλερία Ρουστικάνα (Αγροτική Υποσσυνη) του Πιέτρο Μασκάνι έμφανίζεται στην όπερα ο βερισμός [από το vero=αλήθεια, στα ιταλικά], δηλαδή η νατουραλιστική αλλά και μελοδραματική απεικόνηση της ζωής των καθημερινών απλών ανθρώπων. Το ρέυμα θα διαπεράσει τη λογοτεχνία και θα φτάσει και στην όπερα, προερχόμενο από τη Γαλλία του νατουραλισμου (με το Εμίλ Ζολα, τον πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο).
Η πλοκή εν ολίγοις:
Σε ένα χωριό της Καλαβρίας καταφτάνει ο περιοδεύων θίασος του Κάνιο, για να δώσει μια παράσταση, μια κωμωδία, βασισμένη στο λαϊκό ιταλικό θέατρο. Η κομέντια ντελ άρτε, με όλες τις γνωστές φιγούρες της, τον Αρλεκίνο, την Κολομπίνα και τον Παλιάτσο, δίνει την πλοκή στο έργο με τις γκάφες, τους καυγάδες και τους έρωτες αυτών των λαϊκών ηρώων. Ο θιασάρχης Κάνιο, ένας σκληρός, βίαιος, ζηλιάρης σύζυγος, θα διαπιστώσει, λίγο πριν από την έναρξη της παράστασης, πως η κατα πολύ νεώτερη κι όμορφη γυναίκα του τον απατά. Ο νους του θολώνει, τα συναισθήματά του θα διαβούν όλο το φάσμα της ζήλιας (οργή, ανασφάλεια, μίσος, κτητικότητα), είναι έτοιμος να ακυρώσει την παράσταση, αλλά συγκρατείται επειδή (όπως τραγουδά στην άρια «Vesti la giubba«) «ο κόσμος πληρώνει και θέλει να γελάσει«. Κυρίως όμως τρέφεται από την ελπίδα πως στην παράσταση θα έλθει να την παρακολουθήσει κι ο αντεράστής του, κι έτσι θα βρει τρόπο να πάρει το αίμα του πίσω. (περισσότερα…)