Με την ευκαιρία της θριαμβευτικής κατάκτησης του Champions League από την ποδοσφαιρική ομάδα της Μπαρτσελόνα, παραθέτουμε – σε δική μας μετάφραση – τον λόγο που εκφώνησε ο ιδιαίτερα αγαπητός μας ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Εντουάρντο Γκαλεάνο, κατά την παραλαβή του Βραβείου Δημοσιογραφίας “Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν”, (στην κατηγορία της αθλητικής δημοσιογραφίας), στις 24/5 στο Προεδρικό Μέγαρο της Βαρκελώνης (Palau de la Generalitat). Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Πρόεδρος της Generalitat της Καταλωνίας, ο Πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, ο πρέσβης της Ουρουγουάης στην Ισπανία καθώς και η χήρα του Μονταλμπάν (βλ. ιστοσελίδα της πρεσβείας της Ουρουγουάης).
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ηλεκτρονική εφημερίδα της Αργεντινής Pagina12. Αλιεύτηκε από το διεθνές δίκτυο μεταφραστών Tlaxcala.
———————————————————————————————————————-
Για το Μανόλο και την απόλαυση του παιχνιδιού
Θέλω να αφιερώσω αυτό το βραβείο στη μνήμη του Τζοζέπ Σινιόλ, τον πρόεδρο της Μπάρτσα που δολοφονήθηκε το 1936 από τους εχθρούς της δημοκρατίας.
Επίσης θέλω να αποδώσω φόρο τιμής στους περιπλανώμενους παίκτες, που ένα χρόνο μετά, το 1937, ενσάρκωσαν την αξιοπρέπεια, τραυματισμένη άσχημα αλλά ζωντανή, όλης της Ισπανίας. Αναφέρομαι στους παίκτες της Μπάρτσα, που το 1937 περιόδευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Μεξικό, διεκδικόντας τη νίκη σε αγώνες ποδοσφαίρου προς όφελος της Δημοκρατίας, και σε μια μικτή ομάδα Βάσκων παικτών, που έκανε το ίδιο σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Γι’ αυτούς αισθάνομαι ότι παραλαμβάνω αυτό το βραβείο, γι’ αυτούς και ακόμα για τους παίκτες της Μπάρτσα των ημερών μας, άξιους κληρονόμους της Μπάρτσα εκείνων των χρόνων: Αυτό το βραβείο που, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, φέρει το όνομα του αγαπημένου μου φίλου Μανόλο Βάσκεθ Μονταλμπάν.
Μαζί έχουμε μοιραστεί πολλές συγκινήσεις.
Ποδοσφαιρόφιλοι και οι δύο, αριστεροί και οι δύο, αριστεροί στη σκέψη, πιστέψαμε ότι ο καλύτερος τρόπος για να «παίξουμε» για την αριστερά ήταν να διεκδικήσουμε την ελευθερία για όσους έχουν το κουράγιο να παίζουν για την απόλαυση του παιχνιδιού σε έναν κόσμο που προστάζει να παίζεις από υποχρέωση για τη νίκη. Και σ’ αυτή τη διαδρομή προσπαθήσαμε να αντιμετωπίσουμε τις προκαταλήψεις πολλών ανθρώπων της δεξιάς, που πιστεύουν ότι ο λαός σκέφτεται με τα πόδια, και επίσης τις προκαταλήψεις πολλών συντρόφων της αριστεράς, που πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ένοχο για το ότι ο λαός δεν σκέφτεται.
Επίσης ταυτιζόμαστε, ο Μανόλο κι εγώ, στην απόλαυση της ειρωνείας και στο ειλικρινές χαμόγελο και σε όλα τα είδη χιούμορ, με τους δικούς μας τρόπους για να πούμε αυτό που σκεφτόμαστε και αυτό που αισθανόμαστε, στα άρθρα και στα βιβλία και στις συζητήσεις στα καφενεία. Γιατί δεν είναι άξιοι εμπιστοσύνης οι σοβαροί κύριοι, ούτε οι άψογες κυρίες, που δεν σηκώνουν το πείραγμα. Ούτε ο Μανόλο ούτε εγώ συγχέαμε την βαρεμάρα με τη σοβαρότητα, όπως συμβαίνει με κάποιους άλλους συναδέρφους με πολιτικές ιδέες που μοιάζουν με τις δικές μας.
Και σημειώστε ότι δεν μιλώ σε παρελθόντα χρόνο από λάθος ή απροσεξία, αλλά επειδή πηγές καλά πληροφορημένες μου έχουν επιβεβαιώσει ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κακόγουστο αστείο.
Ένα άλλο πράγμα που μοιραζόμαστε, πολύ σημαντικό και για τους δυο: Η αξίωση ενός καλού φαγητού σαν μια γιορτή πολιτιστικής διαφορετικότητας.
Καλά έλεγε ο Αντόνιο Ματσάδο [Ισπανός ποιητής, στρατευμένος ιδεολογικά με την αριστερά κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο – σ.τ.μ.] ότι τώρα οποιοσδήποτε ανόητος συγχέει την αξία με την τιμή, και εκείνο το τώρα του ποιητή είναι και δικό μας τώρα, γιατί το ίδιο ισχύει στις μέρες μας.
Το καλύτερο φαγητό δε είναι το πιο ακριβό και καλά το έχει πει ο Μανόλο, ότι συνήθως συμβαίνει το πιο ακριβό φαγητό να μην είναι παρά μια παγίδα εξαπάτησης.
Κι εγώ πιστεύω, όπως εκείνος, ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών περιλαμβάνει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της κοιλιάς. Και είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να υπερασπιστεί αυτό το δικαίωμα, περισσότερο από ποτέ, σε αυτή την εποχή της κυριαρχίας των Mad Donald’s στον κόσμο, κάθε φορά πιο άνιση στις ευκαιρίες που παρέχει και κάθε φορά πιο ισοπεδωτική στις συνήθειες που επιβάλει.
Και κάπου εδώ θα ολοκληρώσω. Γιατί ξέρω ότι όταν πίνω υπερβολικά διατρέχω τον σοβαρό κίνδυνο να πω βλακείες, και ήθελα να υψώσω αυτές τις λέξεις σαν να ήταν ποτήρια κρασιού, ένα καλό κόκκινο κρασί από αυτά τα μέρη, για να τσουγκρίσω με τον Μανόλο και για το Μανόλο: Ένας τρόπος να πιείς,
Για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη,
Για την απόλαυση του παιχνιδιού και τη χαρά να βλέπεις να παίζουν όταν παίζουν καθαρά,
Για την χαρά να είμαστε μαζί και να μοιραζόμαστε το ψωμί και το κρασί,
Για τους ήλιους που κρύβει κάθε νύχτα,
Και για όλα τα πάθη, μερικές φορές οδυνηρά, που δίνουν προορισμό και νόημα στο ανθρώπινο ταξίδι, στην ανθρώπινη πορεία, στον άνεμο του κόσμου [al vent del món: η τελευταία φράση στα καταλανικά – σ.τ.μ.].
Υπόδειγμα-ποστ. 😉
Μετά τις υποδειγματικές νουβέλες του δον Θερβάντες και τις παραδειγματικές του δον Ουναμούνο, ανάλογος χαρακτηρισμός για τις δικές μου αναρτήσεις; Ιεροσυλία 🙂
Εννοούσα σε σχέση με το προηγούμενο. Εξάλλου ο «Μανόλο» ήταν αγαπημένος μου συγγραφέας.
Δυστυχώς μας άφησε πρόωρα ο Μανόλο…
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η συνέντευξη του Γκαλεάνο σε τηλεοπτικό σταθμό της Βαρκελώνης, όπου μιλά από την πολιτική μέχρι το ποδόσφαιρο. Με υπότιτλους μόνο στα ισπανικά δυστυχώς.
http://www.tv3.cat/videos/3541530/Eduardo-Galeano
μα τι γλυκός αυτός ο άνθρωπος! (για τον γκαλεάνο λέω Τσαλ 🙂 )
και στο έργο του είναι θαυμάσιος (δυστυχώς δεν το ξέρω ολόκληρο), αλλά και όταν μιλάει εμένα προσωπικά με σκλαβώνει βρε παιδί μου… (τελευταία θυμάμαι μια συνέντευξή του για τα «οικονομικά» παγκοσμίως)
γεια σου Πτηνό!
Πραγματικά Χάρη… γλυκύτατος αλλά και ουσιαστικότατος.
Σε ένα απόσπασμα της συνέντευξης που παραθέτω πιο πάνω, αναφέρεται σε μια επίσκεψή του μαζί με τον γνωστό Αργεντίνο κινηματογραφιστή Φερνάντο Μπίρι – κατά πολλούς τον πατέρα του σύγχρονου λατιναμερικάνικου σινεμά – σε ένα πανεπιστήμιο στην Καρταχένα της Κολομβίας. Εκεί τους ρώτησαν πως ορίζουν την ουτοπία και τι εξυπηρετεί. Ο Μπίρι πήρε το λόγο και απάντησε, πως η ουτοπία είναι αυτό που βρίσκεται πάντα μπροστά μας. Καθώς περπατάμε προς αυτό, όλο και απομακρύνεται. Τότε σε τι εξυπηρετεί; Μα, μας κάνει να περπατάμε!