«Σας αρέσουν οι κακές ειδήσεις;» είναι η πρώτη κουβέντα που απευθύνει ο αγγελιαφόρος-πελάτης Δνείστερ στον ανυποψίαστο Κουρέα, για να συμπληρώσει «οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ωραίοι πεσμένοι καταγής παρά όρθιοι».
.
[ Λ. Βογιατζής (Δνείστερ) και Δ. Ήμελλος (Κουρέας) ]
.
Ο χώρος όπου διαδραματίζεται το θεατρικό έργο «Το Υστατο Σήμερα» [The Dying of Today] είναι ένα μικρό κουρείο. Ο μοναδικός πελάτης του είναι ο κομιστής των χειρότερων ειδήσεων τόσο για τον κουρέα όσο και για την πόλη ολόκληρη. Η υπερπόντια εκστρατεία της έχει υποστεί πανωλεθρία, στρατός και στόλος έχουν καταστραφεί πλήρως, η συντριπτική πλειοψηφία των στρατιωτών έχει είτε σκοτωθεί είτε αιχμαλωτιστεί. Η πόλη όμως απέχει από την είδηση, απέχει από το χρόνο και το χώρο των γεγονότων, κι όσο κρατεί αυτές τις αποστάσεις απέχει κι από το κακό, όμως αυτό είναι ήδη παρόν.
Όσο ο μαντατοφόρος αναπτύσσει καθισμένος στην καρέκλα του την «φυσιολογία» των κακών ειδήσεων τόσο ο Κουρέας σαρώνει με το νου του όλα τα πιθανά χωράφια όπου αυτές μπορεί να σπάρθηκαν. Η ανακλαστική αντίδραση του ανθρώπου να εξετάσει με ταχύτητα όλα τα ενδεχόμενα του φόβου όσο η είδηση δεν έρχεται, γράφεται στην σιωπή του Κουρέα καθώς ο πελάτης του μιλώντας δεν του αποκαλύπτει τίποτε. Η έντασή του κλιμακώνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε η ερώτηση του Δνείστερ αν έχει γιο θα πυροδοτήσει ξαφνικά την γνώση του. Ο χειρότερος φόβος! Από κείνη τη στιγμή οι ρόλοι θα αντιστραφούν. Ο Κουρέας βυθιζόμενος σταδιακά στο φόβο και μετά στην έκσταση θα αρχίσει να αφηγείται με λεπτομέρειες αυτόπτη μάρτυρα εκείνες τις κακές ειδήσεις που ο Δνειστερ ποτέ δεν εκστόμισε. Όλο το φρικτό τέλος της εκστρατείας κι ο θάνατος του στρατιώτη γιου του, θα υποστασιοποιηθούν από τον φόβο και τον πόνο ενός πατέρα. Η διόραση του τετελεσμένου γεγονότος, του αγνώστου παρελθόντος, που το κύρος της αντλείται από την οδύνη! Ο Δνειστερ, κυνικός παρατηρητής πια, δεν μπορεί να διορθώσει σε κανένα σημείο τον Κουρέα ο οποίος ξέρει ενώ ποτέ δεν είδε.
Ο γιος του πέθανε, όπως οι γιοι των άλλων πολιτών. Ο στρατός κι ο στόλος είναι κατεστραμμένος. Η πόλη είναι ανυπεράσπιστη, ο εχθρός είναι θέμα χρόνου να φτάσει, η καταστροφή θα ακολουθήσει τη προδιαγεγραμμένη πορεία. Από την προσωπική του τραγωδία ο Κουρέας περνά σταδιακά στον απρόσωπη τραγωδία των άλλων, τη συλλογική. «Η συμφορά δεν είναι παρά το παράθυρο μιας άλλης και μεγαλύτερης».
Ο Χαουαρντ Μπάρκερ [Ηoward Barker] στο «Ύστατο Σήμερα» δημιουργεί δύο όντα από διαφορετικούς κόσμους. Ο Δνείστερ δεν είναι ανθρωπος αλλά ιδεότυπος, δεν συγκινείται, δεν μετέχει στα συναισθήματα που δημιουργούν τα νέα που κουβαλα κάθε φορά, δεν εσωτερικεύει καμια αντίδραση των παραληπτών, αν και στο τέλος ακόμη και η εικόνα αυτή θα παρουσιάσει ρωγμές. Ο Κουρέας από την άλλη ειναι ένας κανονικός ανθρωπος που κάτω από το βάρος της πραγματικότητας, κατω από την συμπύκνωση του χρόνου, και με οδηγό το χειρότερο του φόβο απελευθερώνει δυνάμεις και οδηγείται στη μαντική, στην ενόραση της «αλήθειας». Το τραγικο του στοιχείο εγκειται στο ότι ο ίδιος κομιζει τις κακες ειδήσεις στον εαυτό του. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει, δεν γίνεται να διερμηνεύσει λαθεμένα αφού μεταξύ πομπού και δέκτη δεν παρεμβαλλεται τίποτα. Δεν υπάρχουν περιθόρια μήτε να κρυφτεί μήτε να παραγνωρίσει ούτε καν να παρηγορηθεί από τον εαυτό του. Μπροστά στην απόλυτη [;] γνωση θα του αποκαλυφθεί το μάταιο: το προσωπικό του δραμα εξουδετερώνεται απο το συλλογικό και μέσα από το συλλογικό εξαφανίζεται κι ο ίδιος. Στην κορύφωση της αλήθειας, εκεί όπου ο χρόνος ορθώνεται σαν τοίχος, ο Κουρέας θα αρχίσει να καταστρέφει το μαγαζί του. Η καταστροφή του μαγαζιου δεν εχει νόημα εν όψει της επερχομενης καταστροφης της πόλης, αλλά και η ύπαρξη του μαγαζιού δεν εχει επίσης νόημα για τον ίδιον ακριβώς λόγο. Στο τέλος θα τρομάξει και θα αρχίσει να το ξαναστήνει, ίδια ακριβώς όπως τα μυρμηγκια ξαναρχίζουν απτόητα, ασυναίσθητα και μηχανικά να φτιαχνουν τη φωλιά αν την γκρεμίσει ανθρώπινο πόδι, αφού πρωτα αλαφιασμένα σκορπίσουν για λίγο στο γύρω χώρο…
Ο Μπαρκερ αντλεί την ιστορία του από τον Θουκυδίδη που περιγράφει την εκστρατεία της Αθήνας στη Σικελία της Ιταλίας το 415 π.Χ. για να καταληφθούν οι δωρικές Συρακούσες. Υστερα από δύο χρόνια το εκστρατευτικό σώμα των 45.000 ανδρών σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε στην πλειοψηφία του. Εννιά χρονια αργότερα, το 4ο4 π.Χ., η Αθήνα υποδουλώνεται και με αυτόν τον τρόπο σφραγίστηκε ο πελοποννησιακός πόλεμος που κράτησε σχεδόν τριάντα χρόνια. Ο βρετανός συγγραφέας ομως προσέτρεξε και σε έναν άλλον ιστορικο για τις δραματουργικές αναγκες του έργου του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο η είδηση της σικελικής καταστροφής έφτασε στην Αθήνα με έναν απρόσμενο τρόπο. Ενας ξένος που αποβιβάστηκε στον Πειραιά πήγε σε ένα κουρείο να κουρευτεί, και θεωρώντας πως τα νέα είχαν ήδη φτάσει στην Αθήνα, άρχισε να συζητα εκεί για τα τραγικά γεγονότα. Ο κουρέας με το που πληροφορήθηκε τα φριχτά νέα έσπευσε να ενημερώσει τις Αρχές. Αμέσως συνήλθε η Εκκλησία του Δήμου που ζήτησε να εξετάσει τον κουρεα για να διακριβώσει την αλήθεια των ισχυρισμών του. Τα μαντάτα που επανέλαβε ο δυστυχής δεν μπορουσαν ευκολα να γινουν πιστευτα στα εντρομα αυτια της Αθήνας. Προκειμένου να πειστουν πως ο κουρέας δεν ψευδόταν αποφάσισαν να τον βασανίσουν δένοντάς τον στον τροχό, τιμωρία που επιφύλασσαν μόνο στους δούλους κι όχι στους πολιτες. Στο μεταξύ εφτασαν οι αγγελιαφόροι από το μέτωπο επιβεβαιώνοντας τα όσα η πόλη ήδη ήξερε. Πάνω στον αναταραχή της είδησης οι αθηναιοι ξέχασαν τον κουρεα πάνω στον τροχό μεχρι το βράδυ εκείνης της μέρας. Οταν επιτέλους έλυσαν τον δυστυχή, το πρώτο πραγμα που ζητησε να μάθει απο το βασανιστή του ήταν αν έμαθαν οτι πέθανε και με ποιο τρόπο ο στρατηγός Νικίας.
.
.
Ο Λευτέρης Βογιατζής, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης, αποφάσισε να αναμετρηθεί με ένα τρομερά απαιτητικό κείμενο, πυκνό, πολυεπίπεδο αλλά καθαρό στις σημάνσεις του. Στο πρωτότυπο το κείμενο δεν έχει πουθενά σημεία στίξεως παρά μόνο κάποια απαραίτητα ερωτηματικά. Οι παύσεις και οι λέξεις χώνονται οι μεν μέσα στις δε, δίνοντας ανεξαρτησία στις αναπνοές και απελευθερώνοντας τις εικόνες. Η σκηνοθετική ματιά δικαίωσε τη συγγραφική πρόθεση. Το κείμενο παρουσιάζει μια δομή που σε πρώτο επίπεδο φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι. Δουλεύει από κάτω και συνεχίζει να το κάνει κι εκτός θεατρικού χρόνου. Ο Βογιατζής έδωσε στην παράσταση (κυρίως στο πρώτο της μισό) τη δυνατότητα να «ανασάνει» βυθίζοντας τις σκηνές σε μικρές σκοτεινές παύσεις. Της έδωσε όγκο και βάθος, χωρίς αμήχανες στιγμές, αλλά δεν κατάφερε, παρά μόνο κατα διαστήματα, να την απογειώσει. Ο ίδιος, με τη γνώριμη εγκεφαλική του προσέγγιση, κράτησε το ρόλο του κυνικού, εντομολόγου Δνείστερ, στα όρια σχεδόν ενός φασματικού αγγελιαφόρου, προσδίδοντάς του μια ελαφριά αύρα εστέτ σαδιστη. Ο Δημήτρης Ήμελλος, από την αλλη, υπήρξε ένας έξοχος ανθρώπινος Κουρέας. Κυριάρχησε στο ρόλο του και πατησε γερά στη σκηνή. Στην αρχή του έργου, όταν ο Κουρέας ακούει αμίλητα τον Δνείστερ να ανατέμνει την ουσία των κακών ειδήσεων, εδειξε καθαρά πότε η σιωπή δεν είναι κενό. Στις δε στιγμές των μεγάλων ρωγμών απέφυγε μελοδραματισμούς κι ευκολες συγκινήσεις, όπου εξάλλου ούτε το κείμενο επέτρεπε. Όλη τουτη την απόσταση, από την σιωπή έως τον παροξυσμό, την διήνυσε χωρίς να χαθεί ή να χαλαρώσει. Και μόνο για την υποκριτική του σε αυτόν τον ρόλο αξίζει να δει κανείς την παράσταση.
Ο Μπάρκερ δεν δίνει διεξοδο στο έργο προς μια κάθαρση κι ο σκηνοθέτης το σεβάστηκε. Το έργο μοιραία σε ακολουθεί βγαίνοντας έξω στο δρόμο της οδού Κυκλάδων. Δεν ξέρω όμως κατα πόσο το αντέχει αυτό ο θεατής.
………………………
«Το Ύστατο Σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ
Μετάφραση : Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία : Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά – Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική – Σύνθεση ήχων : Θοδωρής Αμπατζής, Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΥΚΛΑΔΩΝ (Η ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ)
Κεφαλληνίας και Κυκλάδων 11, Κυψέλη, τηλ. 210 82 17 877
Τρίτη – Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00
φαίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρον και το παρουσίασες με πολύ ελκυστικό τρόπο, Συκοτρόλ, εύγε!
εύγε επίσης που έκοψες το μοδερέησιον!
κάποια στιγμή παρακολουθόντας την παράσταση μου ήρθε η επιθυμία να μασήσω κάτι, να μετακινηθώ, να αντιδράσω, αργότερα σκέφτηκα «να! μιά άρτια ελληνική παράσταση, πάλι καλά που υπάρχει»
Συκοφαγε μας!
Ακουγεται ακρως ενδιαφερουσα η αναλυση σου, ειδικα με τις λεπτομερειες, που παραθετεις, μας βαζεις εντελως μεσα στο κλιμα…
Τωρα, για το κατα ποσο αντέχουν καποιοι να παρακολουθησουν τετοιες σοβαρες δουλειες, ειναι αλλη ιστορια…
Πιστεψε με, για κατι τετοιες παραστασεις ειναι πολυ κριμα να ειναι κανεις εκτος Ελλαδας…
Φιλια απ το Βορρα! 🙂
Ώστε εντρύφησες στο θέατρο κατά την απουσία σου, Συκοφάγε! Πα μαλ!! 🙂
Όπως το λέτε Σιορ Συκοφάγε,
…κι εγώ βγήκα στη οδό Κυκλάδων, από το θέατρο του Βογιατζή χωρίς την κάθαρση, ως συνήθως στο τσεπάκι. Προσπάθησα να τακτοποιήσω τις σκέψεις που προκάλεσε το έργο και η παράσταση αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο. Όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας μιλώντας για το θέατρο της καταστροφής: «Το κοινό είναι διχασμένο και γυρίζει στο σπίτι του αναστατωμένο ή αποσβολωμένο». Και έχει απόλυτο δίκαιο.
Δύσκολο έργο. Απαιτητικό. Για όλους τους συντελεστές της παράστασης αλλά και για τους κριτικούς και για τους ‘ανυποψίαστους’ θεατές. Τουλάχιστον για τους τελευταίους, που μπορώ να μιλήσω, απαιτεί το μέγιστο της προσοχής που μπορεί να διαθέτει ο καθένας μας. Οι αισθήσεις που σε οποιοδήποτε άλλο είδος θεάτρου μπορούν να συνδράμουν, στο Ύστατο Σήμερα παραμένουν αχρησιμοποίητες εφεδρείες. Ο νους πρέπει να είναι εκεί παρών- ένα μικρό ξεστράτισμα λίγων δευτερολέπτων με αφορμή μια ατάκα που προηγήθηκε- μπορεί να σε κάνει να νοιώσεις ότι χάθηκε το νήμα.
Νομίζω ότι θα ήταν ιδανικό για έναν ευσυνείδητο θεατή να έχει διαβάσει τουλάχιστον μια φορά το κείμενο πριν παρακολουθήσει την παράσταση, αν και με την έλλειψη σημείων στίξης που χαρακτηρίζει το έργο- όπως πολύ σωστά επισημαίνετε- κάθε ανάγνωση μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι το να καταπιαστείς σκηνοθετικά και υποκριτικά με τέτοιο κείμενο είναι από μόνο του ένας άθλος.
Πρόκειται για «ένα σπουδαίο κείμενο περίκλειστο που δεν αφήνει περιθώρια για ξεστρατίσματα κι αμφιβολίες» όπως λέει κι η μεταφράστριά του η Τζένη Μαστοράκη, στο πρόγραμμα της παράστασης που όπως όλα άλλωστε του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων είναι συλλεκτικό. Είναι μια ευφυέστατη σύλληψη που την κάνει ακόμα πιο γοητευτική το γεγονός ότι η αφορμή της βρίσκεται στο ξεχασμένο γεγονός που αναφέρει ο Πλούταρχος. Και φυσικά το λέω όχι γιατί προέρχεται από την ιστορία μας αλλά γιατί είναι – για μένα τουλάχιστον- εξαιρετικά ελκυστικό ένα ασήμαντο γεγονός που συνέβη (;) τον 5ο π.Χ. αιώνα να πυροδοτεί τη συγγραφή ενός τόσο σημαντικού θεατρικού έργου το 2004.
Με την εμπειρία της παράστασης αλλά δυστυχώς μη έχοντας ακόμα καταφέρει να διαβάσω το πολυσέλιδο πρόγραμμα, αντιλαμβάνομαι το μεγάλο κόπο που κάνατε για την παρουσίαση του έργου και την κριτική της παράστασης. Επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω γιατί η ανάρτησή σας έγινε αφορμή να επανέλθω μετά από αρκετό καιρό σε αυτή την ‘εκκρεμότητα’ που είχα αφήσει και να κάνω το πρώτο δειλό βήμα προσέγγισης. Πιστεύω όμως ότι ακόμα κι αν μελετήσω σχολαστικά, η ‘εκκρεμότητα’ θα παραμείνει καθώς έχω την αίσθηση ότι είναι ένα έργο στο οποίο μπορείς να επανέρχεσαι γιατί η πραγματική τέχνη αποτελεί ένα διαρκές πρόβλημα προς κατανόηση.
Υποβάλω ταπεινά τα σέβη μου.
@ Κουτάβι
Καλό μου μπαλόσκυλο, ξέχασες να αποτινάξεις το πνεύμα των Χριστουγέννων απο πάνω σου ή σου ξεφεύγουν οι καλές κουβέντες;
Δεν σε μπορώ έτσι, θα ξαναβάλω μοντερέισον να γυρίσουν πισω οι καλες ημέρες! 😆
.
@ Anastasia
Χαίρομαι που, όπως και με το φίλο μου τον Τσαλαπετεινό [δες την εντύπωσή του για το έργο πιο κάτω], μοιραζόμαστε μια παρόμοια σχεδόν αίσθηση για την παράσταση.
Την μέρα που πηγα πάντως εγώ, κάποιοι κοιμόντουσαν κιόλας [αν και για να πω τη μαυρη αλήθεια, πάντα βρισκω τουλάχιστον κανα δυο που κοιμούνται. Στις «Δούλες» του Ζενέ, πάλι σε σκηνοθεσία του Βογιατζή (2005-2006), θυμαμαι, μέτρησα επτά!]
.
@ Ελβα
Ειδες πώς ειναι η ζωή, Ελβα; Για κάποιους άλλους λόγους μπορείς να πεις «ευτυχώς που λείπω από την Ελλάδα»! 🙂
Εγώ που δεν μένω Αθήνα αισθάνομαι σχεδόν κάτοικος εξωτερικού όταν δεν προλαβαίνω [και πώς άλλωστε;] όλες τις παραστάσεις που θέλω να δω. Ας πούμε δεν μπορεσα να δω το «Πεθαίνω σαν χώρα» σε σκηνοθεσια Μαρμαρινού, 2008, [εσκασα, σε βεβαιώ] το οποίο πήγε και περιοδεία στο εξωτερικό!
Θα μου πεις: και γιατι σκας που δεν το είδες; δεν σου αρκει που το ζεις καθε μέρα;
Ό,τι και να πεις δίκαιο θα έχεις!
υ.γ. ένας καλός μου φίλος έχει γείτονα το Μαρμαρινό. αν του ζητούσα του Μαρμαρινού να μου δείξει επι τόπου λίγο το έργο, λες να με έπαιρνε στο κυνήγι; 😆
.
@ renata
Βεβαίως, Ρενατα! Επίσης με επιασαν τα ψυχοτέτοια μου και αρχισα να εντρυφώ και σε υπαρξιακά και μεταφυσικά ζητήματα! Ξέρεις τώρα: «Τι ειναι ο άνθρωπος;» «Γιατί οι εξωγήινοι ειναι συνηθως πράσινοι;» «Ποιος κυβερνά επιτέλους αυτή τη χώρα;» «Υπάρχει ζωή μετά το ιντερνετ;»
Ηδη σε προϊδέασα για τη θεματική των επόμενων αναρτήσεων! 😆
Το σχόλιο του Τσαλαπειτεινού είναι ενδιαφέρον συμπλήρωμα στο ποστ. Μπράβο σας και σας Τσαλαπετεινέ!
Συκ, όχι, όχι, λάθος. Απλά άμα διαβάζω για θέατρο γίνομαι σοβαρή, όπως αρμόζει στο θέμα. Κι επίσης, άμα κάνεις κάτι καλό στο λέω, για να δεις εσύ πως είμαι δίκαιος άνθρωπος, αξιόπιστος και σοβαρός. Α-μα!
@ Πετεινότατε
Η χαρά με την οποία διάβασα τούτο το σχόλιο δεν περιγράφεται. Είναι ανάρτηση από μόνο του! Απορώ που δεν το κάματε ήδη, αλλά ξέρω πως ο εσμός των προς ανάρτηση θεμάτων θα έχει φρακάρει τον πίνακα με την …επετηρίδα δημοσίευσης! Για τούτο και μόνο το σχόλιο, λοιπόν, σάς αξίζει ο τίτλος του Επίτιμου Σχολιαστή επί των θεατρολογικών μου αναρτήσεων! Σας παρακαλω ειλικρινά να τον αποδεχτείτε, κι αν συμπέσουν ξανά παραστάσεις που ειδαμε αμφότεροι τότε θα φιλοξενήσω εδώ τη ματιά σας, μετά χαράς 🙂
Η Τζένη Μαστοράκη έκαμε πολύ καλή δουλειά, θαρρώ, στην μετάφραση, μολονότι για να μπορέσει να το πει κανείς με επαρκεια και αξίωση θα πρέπει να γνωρίζει το αγγλόφωνο κείμενο. Ωστόσο, όπως το διάβασα, αντιλήφθηκα τη δυσκολία της μεταφράστριας, λόγω αυτής ακριβώς της απουσίας στίξης. Κι αν στο σκηνοθέτη αυτό απελευθερώνει τη δυνατοτητα προσέγγισης του, για το μεταφραστή αυτή η ίδια δυνατότητα είναι επικίνδυνη στράτα. Ενα τέτοιο κείμενο ειναι κατεξοχήν ποιητικό και μπορεί να παρασύρει σε ανοίγματα ξένα απο τις προθέσεις του συγγραφέα. Η ελευθερία του μεταφραστή δεν [πρέπει να] ειναι ανάλογη μήτε συγκρίσιμη με εκεινη του σκηνοθέτη.
Εχετε να προτείνετε κάποια παράσταση; 🙂
Πολύ σωστά επισημαίνετε τις παντα προσεγμένες εκδόσεις του προγράμματος.
@ Krotkaя [11/01/2010 at 5:30 μμ]
Δίκαιε άνθρωπε, αξιόπιστε και σοβαρέ,
έχε χάρη που κανεις μια χαρά αναρτήσεις για το θέατρο, κι ούτω πως εχεις κερδίσει τον αμέριστο σεβασμό μου, έτσι κι αλλιώς [ή αυτό ή μου ανεβαινει πυρετός και παραμιλάω, μη δινεις σημασία].
Αλλά προσοχή, καλο μου κουτάβ:
τούτο τον καιρό «θεατρινίζομαι» πολύ και κινδυνεύετε να υποστείτε καταιγισμό αναρτήσεων.
Μην αμολάς λοιπόν τη δικαιοσύνη σου, την αξιοπιστία σου και τη σοβαρότητά σου αφειδώς. Υπάρχει κίνδυνος… 😆
αναμένω τότενες με ανυπομονησία, ναιαιαιαιαι!
[ελπίζω να μην πηγαίνεις και όπερα όμως… 😦 ]
Ακούγεται ενδιαφέρουσα και απαιτητική παράσταση, προφανώς όχι για το «μέσο» θεατή.
Το όνομα του χαρακτήρα Δνείστερ φέρνει στο νου τον ποταμό… Δνείστερο, θέατρο μαχών ανάμεσα στον ηρωικό Κόκκινο Στρατό και τους εισβολείς ναζί επικουρούμενους από Ρουμάνους συμμάχους. Το 1945 ο ελευθερωτής σοβιετικός στρατός έφτασε μέχρι το Βουκουρέστι και άνοιξε το δρόμο για την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ρουμανίας, που είχε άδοξο τέλος πριν 20 χρόνια επί Τσαουσέσκου.
Τις είχα δει τις Δούλες του Ζενέ σ’εκείνη ακριβώς την παράσταση ! Και δεν κοιμήθηκα !! ( αμ, σ’αφήνει η φάτσα της Αρβανίτη να κοιμηθείς ? ) Τί κερδίζω ??? 🙂
Έξοχη παρουσίαση της παράστασης Συκ και για την » αρχαία » ιστορία δεν ήξερα τίποτα . Απίστευτη …
Θέλω πολύ να πάω να τη δω . Χμμ … Από τις λέξεις σου κατάλαβα ότι αυτή τη φορά ο Βογιατζής δεν έφτασε το 100% των δυνατοτήτων του . Είναι όμως ένας σπουδαίος άνθρωπος της Τέχνης και αξίζει να βλέπουμε τις δουλειές του .
Και εν τέλει, θα ψυχοπλακωθούμε τόσο πολύ ? Περισσότερο από το Γάλα π.χ. ?
………ούλος ορά, ούλος δε νοεί, ούλος δε τ’ ακούει…όραση όλος ο θεός, νόηση, όλος κι ακοή……..
@ Κουτάβι [11/01/2010 at 11:43 μμ]
[αν δεν μαζέψει κανείς από το μπλογκ μου αυτό το κουτάβι που το έχει πιάσει κρίση φιλικότητας, εγώ θα πάω στο Φαληρικό Δέλτα (όπου θα γίνει η νεα Λυρική Σκηνή) και θα αυτοπυρποληθώ!! Δεν μπορεί να διαταράσσεται η συμπαντική ισορροπία του μικρόκοσμου μου επειδή έτσι το αποφάσισε το κουτάβι!!!]
@Τσαλ
Σχετικά με το Δνείστερ αντιγράφω από το κείμενο της μεταφράστριας του έργου Τζένης Μαστοράκη :
«Θα ρωτούσα [τον Μπάρκερ] γιατί έδωσε στον ξενόφερτο πελάτη του κουρείου το σχεδόν όνομα ενός ποταμού. Ίσως μάλιστα να πρόσθετα απολογητικά πως είχα ψάξει τους τηλεφωνικούς καταλόγους στο ιντερνετ, να βρω έστω κι έναν Dneister, αλλά τίποτε. Δεν γινόταν βέβαια να εξηγήσω πως από τα χρόνια του σχολείου, όταν παπαγαλίζαμε τον Δνείστερο και τον Δνείπερο, αυτά τα δυο «Δνει» καρφώθηκαν στο (έως τώρα αγεωγράφητο) κεφάλι μου και παραμένουν η πιο εξωτική εικόνα ποταμού που έγινε ποτε…»
@Aura Volouptas
Αυρα μου,
Θαρρώ πως συνομολογούμε αμφότεροι την αδυναμία μας στο Λ. Βογιατζή. 😉 Εδώ και μια δεκαετία δεν έχω χάσει καμία του σχεδόν παράσταση! [ηθελα πολύ να δω –αλλά δεν το κατάφερα- το «Καθαροι Πια» της Σαρα Κέιν, το 2001, ένα έργο που ταιριάζει απόλυτα στην σκηνοθετική ιδιοσυγκρασία, αλλά και στο ψυχισμό νομίζω, τού Βογιατζή. ]
Με την ευκαιρία να πω πως πριν από λίγα χρόνια ο Βογιατζής ειχε ανεβάσει την Ημερη του Ντοστογιέφσκι [εξαιρετικη παράσταση] , από όπου έχουμε και το όνομα της ηρωίδας που βαφτισε και την Κροτ!!
Επιμένω πως πρέπει να εκδοθούν εισιτήρια διαρκείας για καποιους θεατρόφιλους 😆
Η παράσταση είναι πολύ καλή, άξίζει να πας. Σε ενημερώνω πως δεν θα παίζεται για πολύ ακόμη καθώς ακολουθούν άλλα δυο έργα του για φέτος:
«Ο Τόκος» του Δ.Δημητριαδη, με Ημελλο και Βογιατζή πάλι, κι επίσης Ν.Κουρή, Ρ. Πιττακή κ.α.
«Το Θερμοκήπιο» του Πίντερ, με Ημελλο και Βογιατζή πάλι [!!!!] και Β. Κουκαλάνι, Ερρ. Λίτση κ.α.
Ωστόσο αυτή η χρονιά [σε αντίθεση με τη περσινή] έχει πάρα πολλές καλές εναλλακτικές. Χρόνο που θα βρουμε;
@ Σιρο Ρεδόνδο
Μια διάσταση του έργου είναι η «θέωση» του ίδιου του ανθρώπου σε μιαν εκστασιακή του στιγμή, την οποία φυσικά [και πώς αλλιώς;] δεν αντεχει, τον τρομάζει και την αποποιείται
…έχετε δίκιο….η ΄΄θέωση»…….και να …που..μια φράση ..με κοντοζυγώνει….του μπρέχτ…ναι…ναι δεν κάνω λάθος[για την φράση]..
…περισσότερο φως , ηλεκτρολόγε, στη σκηνή…πως θες , δραματουργοί κι ηθοποιοί,να δείξουμε τ’ αντικαθρέπτισμα του κόσμου, μέσα στο μισοσκόταδο..τούτο το σύθαμπο καλεί σε ύπνο…ενώ εμείς θέλουμε ξύπνιους θεατές..κι ακόμα πιο πολύ ξυπνούς..καν’ τους…να ονειρευτούν στο πλέριο φως…..]…….θα πρόσθετα……ΜΠΟΡΕΙΣ…..ΜΠΟΡΕΙΣ….
Σιρο Ρεδόνδο
αδικαιόλόγητα καθυστερημένα σας απαντώ [θα προσπαθήσω να είμαι πιο συνεπήςστο εξης]
Τούτο το απόσπασμα που παραθέτετε ταιριάζει υπέροχα στην τελευταία μου αναρτηση. Ευχαριστώ για τη συμβολή.
Πόσες φορές αναρρωτήθηκα τι μένει εν τελει στον άνθρωπο μόλις ανάψουν τα φωτα της πόλης και σβήσουν τα φωτα της σκηνής.
Αλλά ας ονειρευόμαστε στο πλέριο φως. Με μάτια διαπλατα ανοιχτα.